προβλεπτής

προβλεπτής
ο, Ν
αξιωματούχος τής Δημοκρατίας τής Βενετίας στις βενετοκρατούμενες ελληνικές κ.ά. περιοχές, ο οποίος είχε αρμοδιότητα για διοικητικά και στρατιωτικά θέματα, για αστικές υποθέσεις και για εκκλησιαστικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβλέπω (ιταλ. provveditori). Ο τ. μαρτυρείται από το 1705 σε δημόσια έγγραφα στο Αρχείο Ζακύνθου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προβλέπτης — ο, ΝΜ [προβλέπω] αυτός που έχει την ικανότητα να προβλέπει, να προνοεί …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • Αλμπρίτσι Ισαβέλλα-Θεοτόκη, κόμισσα — (Κέρκυρα 1760 – Βενετία 1836). Ελληνίδα λογία, διάσημη για την καλλονή της. Ήταν κόρη του κόντε Αντωνίου Θεοτόκη. Μορφώθηκε στην Κέρκυρα με ονομαστούς οικοδιδασκάλους και έμαθε αρχαία ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά. Το 1776 παντρεύτηκε, παρά τη… …   Dictionary of Greek

  • Αργοστόλι — Πόλη, (9.037 κάτ.) του νομού Κεφαλληνίας, πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου της Κεφαλονιάς. Η πόλη καταστράφηκε εντελώς στους σεισμούς του 1953 και ξαναχτίστηκε ολόκληρη, πιο σύγχρονη, αλλά χωρίς το παλαιό χαρακτηριστικό της χρώμα …   Dictionary of Greek

  • Γκρίτι — (Gritti).Επώνυμο Βενετών αξιωματούχων. 1. Αντρέα (1394 – 1474). Βενετός ναύαρχος. Το 1474 στάλθηκε να βοηθήσει τον υπερασπιστή της Σκόδρας Λοριζάνο που μαχόταν κατά του μπεϊλέρμπεη της Ρούμελης, Σουλεϊμάν πασά. Κοντά στις εκβολές του ποταμού Αώου …   Dictionary of Greek

  • Θεοτόκης — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κάποια μέλη της εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα έως το 1686 και στη συνέχεια ακολούθησαν τον Μοροζίνι στο Ναύπλιο. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους, ορισμένοι… …   Dictionary of Greek

  • Καβάλλης, Μαρίνος — (16ος αι.). Βενετός προβλεπτής (ευγενής που εκλεγόταν σε καιρούς πολέμου ή εξαιρετικών δυσκολιών με ειδικά καθήκοντα, τομείς επέμβασης και δικαιοδοσίας)στην Κρήτη. Επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1570.… …   Dictionary of Greek

  • Φοσκαρίνι — (Foscarini). Επώνυμο παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Βενετίας, της οποίας πολλά μέλη διακρίθηκαν ως ικανοί λόγιοι και πολιτικοί. 1. Μάρκο (1695 – 1763). Τέταρτος και τελευταίος δόγης της Βενετίας, λόγιος και συγγραφέας. Ήταν συλλέκτης μιας …   Dictionary of Greek

  • προνοητής — ο πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής κάθε Ιόνιου νησιού κατά τη βενετοκρατία, αλλ. προβλεπτής, πρεβεδούρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”